δροσίζεται

δροσίζεται
δροσίζω
bedew
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδρόσιστος — και –ιγος, η, ο [δροσίζω] 1. αυτός που δεν δροσίζεται ή δεν δροσίστηκε, διψασμένος, ξερός 2. αυτός που δεν δροσίστηκε από την τύχη, που δεν γνώρισε ευτυχισμένες μέρες, δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος 3. αυτός που δεν δροσίζει άνθρωπο,… …   Dictionary of Greek

  • θεόδροσος — θεόδροσος, ον (Μ) αυτός που δροσίζεται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δροσος (< δρόσος), πρβλ. έν δροσος, φιλό δροσος] …   Dictionary of Greek

  • καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… …   Dictionary of Greek

  • πυρένδροσος — ον, Μ αυτός που δροσίζεται από φωτιά σταλμένη από τον ουρανό («τὴν πυρένδροσον βάτον», Λεόντ. Νεαπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἔνδροσος «ο γεμάτος δροσιά»] …   Dictionary of Greek

  • ψυχαστής — ὁ, Α [ψυχάζω] 1. αυτός που αναπαύεται σε σκιερό τόπο, που δροσίζεται 2. στον πληθ. οἱ Ψυχασταί τίτλος κωμωδίας τού Στράττιδος …   Dictionary of Greek

  • Ίντρα — Ινδική θεότητα του βεδικού πανθέου, βασιλιάς των επουράνιων θεών. Αδελφός του Άγκνι, αποτελεί προσωποποίηση του Ήλιου και της βροχής και εκσφενδονίζει τους κεραυνούς. Συχνά εμφανίζεται εποχούμενος σε χρυσό άρμα με κίτρινα άλογα, φορώντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”